Γι’ άλλο πράγμα σε ήθελα

Γι’ άλλο πράγμα σε ήθελα

ΓΙ’ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ ΣΕ ΗΘΕΛΑ

Όλα ξεκίνησαν μια χειμωνιάτικη νύχτα, στο καταφύγιο του Φαλακρού όρους, στη Δράμα. Εκεί μαζεύτηκαν κάποιοι αμετανόητοι μοτοσυκλετιστές και αναμετρούσαν τις δυνάμεις τους και τις μοτοσυκλέτες τους με τις απότομες πλαγιές του βουνού. Έξω από το καταφύγιο, κορμοί δέντρων συντηρούσαν μια τεράστια φωτιά και μέσα ο Ρος Ντέιλι μ’ έναν Πέρση δεξιοτέχνη παίζανε τη μουσική τους.
Βρισκόμουν εκεί ως παλιός γνωστός. Ήμουν καλεσμένος στις καλοκαιρινές εκδηλώσεις της λέσχης μοτοσυκλετιστών Πήγασος, ως συγγραφέας του βιβλίου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία» και είχα υποσχεθεί να βρίσκομαι κοντά και στις υπόλοιπες δραστηριότητές τους.  Η πρόταση μού έγινε από τον οικοδεσπότη και πρόεδρο του Πήγασου και αφορούσε σε ένα διήγημα που θα έπρεπε να  υποδείξω σε κάποιον καραγκιοζοπαίχτη για να το μεταμορφώσει σε θέατρο σκιών. Δεν είχα λόγους να αρνηθώ. Γνωρίζω  πολλά ελληνικά διηγήματα και μου ήταν πολύ εύκολο να διαλέξω κάποιο. Αν και μέσα μου άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα ενός πρωτότυπου, δικού μου σεναρίου, ήταν φανερό πως άλλο πράγμα μου ζητήθηκε.
Ήταν Δεκέμβριος του 2000.

Πέρασε  καιρός και από τη συζήτηση στο Φαλακρό είχε μείνει μια ανάμνηση και ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα που έγραφε: «Ο Καραγκιόζης έχει συνεργείο με μοτοσυκλέτες. Το Κολλητήρι έχει πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό. Ο Σταύρακας οδηγεί μοτοσυκλέτα και τη λατρεύει. Να κεντηθεί μια ιστορία πάνω σ’ αυτόν τον καμβά».
Το τηλέφωνο από τη Δράμα, κάπου στα μέσα της άνοιξης, ξαναέθετε το ζήτημα. Ο καραγκιοζοπαίχτης υπήρχε και ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί. Ζητούσε κείμενο. Το τσαλακωμένο χαρτί ξεδιπλώθηκε και το σενάριο του «Καραγκιόζη μάστορα» άρχισε να γράφεται στον υπολογιστή. Μια ιστορία έρωτα και φιλίας με μοτοσυκλέτες και αφιερώσεις σε πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Νόμιζα πως ξεμπέρδεψα με το θέμα, όμως τελικά απ’ ότι φάνηκε για άλλη δουλειά γράφτηκε το σενάριο κι όχι για να το παίξει ο καραγκιοζοπαίχτης. Το σενάριο έπρεπε να δώσει τη θέση του σε αναλυτική περιγραφή των σκηνών. Δεν δυσανασχέτησα γιατί κι αυτό μου ήταν εύκολο. Αρκεί να μην μου ζητούσε κανείς να γράψω εγώ τους διαλόγους. Τι ήταν να το σκεφτώ; Αυτό ακριβώς μου ζητήθηκε τελικά και το αποκορύφωμα ήταν πως προέκυψε πρόβλημα και με την παρουσία του καραγκιοζοπαίχτη στη Δράμα τον Αύγουστο, για τις εκδηλώσεις στις οποίες θα ανέβαινε η παράσταση.
Είχα στα χέρια μου ένα σενάριο, την περιγραφή μερικών σκηνών και μέσα μου πια την επιθυμία να δώ τον Καραγκιόζη μου στο πανί. Θα έγραφα λοιπόν εγώ το έργο, αλλά δεν θα μπορούσα να αντικαταστήσω τον καραγκιοζοπαίχτη.

Καθαρόαιμο θέατρο σκιών δεν τολμούσα να παίξω. Άλλο πράγμα όμως, μπορούσα να κάνω. Να έγραφα ένα έργο που θα παιζόταν από ηθοποιούς και θα έμεναν και κάποιοι ρόλοι για τις φιγούρες. Όσο λιγότεροι, μάλιστα οι ρόλοι των ηθοποιών και όσο περισσότερες οι φιγούρες, τόσο το καλύτερο.
Θεωρούσα, αφελώς, πως θα μπορούσε ο καραγκιοζοπαίχτης να μας δανείσει -ηχογραφημένη- τη φωνή του και θα έμενε στη δική μας δεξιοτεχνία να κουνάμε τις φιγούρες και να απαντάνε οι ηθοποιοί στους ρυθμούς του μαγνητοφώνου. Το θέμα τώρα ήταν οι συντελεστές της παράστασης, αλλά ουσιαστικά δεν ανέκυψε ποτέ. Η σκηνοθέτιδα ήταν αποφασισμένη να δοκιμαστεί στο πάντρεμα ανθρώπων και ζωγραφιών. Για την ακρίβεια, μόνο αν ανέβαινε έτσι η παράσταση την ενδιέφερε το ζήτημα. Συμβατικό θέατρο μόνο με ηθοποιούς με θέμα τον Καραγκιόζη, δεν το συζητούσε καν. Ποιοι θα έπαιζαν τους ρόλους; Εδώ παρεμβαίνει η ιστορία. Έρχονται στιγμές που, από το βάθος του μυαλού ακούγονται φωνές και κάποια ονόματα και πρόσωπα ανθρώπων διεκδικούν τη θέση τους στο προσκήνιο.

Γνώριζα -και η σκηνοθέτιδα τα γνώριζε ακόμα καλύτερα- άτομα από τον Εύοσμο που λάτρευαν το θέατρο, που ασχολήθηκαν μαζί του στα νιάτα τους και που αναζητούσαν αφορμή για να ξαναβγούν στο σανίδι. Δύο μάλιστα από αυτούς, λες και ήταν φτιαγμένοι για τους ρόλους που τους προορίζαμε.
Καραγκιόζης ο Τάκης ο Μάλλης και Σταύρακας ο Σταύρος ο Τσαλαμπούνης. Τι κι αν δεν υπήρχε ακόμη έργο; Τι κι αν δεν είχαμε συζητήσει με τον Καραγκιοζοπαίχτη του οποίου τη φωνή θεωρούσαμε δεδομένο πως θα την είχαμε κονσέρβα; Τι κι αν το καλοκαίρι πλησίαζε και ο διαθέσιμος χρόνος περιοριζόταν ολοένα; Τι κι αν θα ανέκυπταν τεχνικές δυσκολίες;

Η πρώτη συνάντηση έγινε με τον μόνο τεχνικό που ξέραμε ότι θα κάνει ό,τι ήταν εφικτό να γίνει για να φωτίσει ταυτόχρονα μπροστά και πίσω από τον μπερντέ. Τον Μάκη Μαριάδη. Μετά τις καθιερωμένες αρνήσεις του και τις γκρίνιες για τα δύσκολα που ζητάνε οι, άσχετοι με τα τεχνικά, συγγραφείς, είπε το μεγάλο ναι. Η ομάδα είχε αρχίσει να μοντάρεται.
Ηθοποιοί, όμως;
Τηλεφωνικό ραντεβού από τη Σταυρούλα Μαμούτου:
-Είστε για κάτι που ετοιμάζει ο Σπύρος και θα σκηνοθετήσω εγώ;
-Είμαστε! Το επόμενο βράδυ να βρεθούμε στην πλατεία.
Μέχρι το επόμενο βράδυ γράφτηκαν οι τρεις πρώτες σκηνές, οπότε υπήρχε και δείγμα γραφής. Αρχίσαμε όλοι να πιστεύουμε πως κάτι θα έχουμε να κάνουμε μέχρι τον Αύγουστο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τεχνικές λεπτομέρειες. Υποσχέθηκα να έχω σε μια εβδομάδα το υπόλοιπο έργο έτοιμο και κανόνισα ραντεβού με τον καραγκιοζοπαίχτη. Αν έκλεινε και η εκκρεμότητα με τον άνθρωπο που θα έκανε πίσω από το πανί επτά φωνές, η παράσταση μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Φυσικά, κανείς δεν σχεδίαζε τίποτε μεγαλύτερο από ένα μονόπραχτο. Θα παίζαμε στη Δράμα πριν από μια λογοτεχνική εκδήλωση. Μισή ώρα ήταν αρκετή.

Στη συνάντηση με τον καραγκιοζοπαίχτη πήγαμε εγώ και η Σταυρούλα και είχα τυπωμένες τις επτά από τις δέκα σκηνές του έργου. Αυτό που ζητήσαμε πρέπει να έφτασε στα αυτιά του καραγκιοζοπαίχτη σαν εξωφρενικό -ίσως κακόγουστο- αστείο. Του ζητούσαμε να δώσει κύρος στην προσπάθειά μας και φωνή στις φιγούρες μας, χωρίς να μπορούμε να του παρουσιάσουμε ούτε μια εγγύηση πως το πείραμα θα πετύχει και πως θα ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες: Ποιος θα κατασκευάσει τις φιγούρες; Ποιος θα τις κουμαντάρει; Πώς θα συγχρονιστούν οι ηθοποιοί με το αμείλικτο μαγνητόφωνο; Πώς θα φωτιστεί ο μπερντές; Τι τρέλα πάτε να κάνετε; Και ο Γιάννης Χατζής, ο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης, εκεί στις καρέκλες της οδού Αριστοτέλους, αρχίζει να διαβάζει τους διαλόγους και, χωρίς να το καταλάβει, μας πείθει πως αυτό που σκεφτήκαμε θα γίνει. Άλλο πράγμα είπε, άλλο πράγμα καταλάβαμε. Ο Χατζής λοιπόν, αφού τελείωσε την ανάγνωση και έκανε κάποιες παρατηρήσεις που έχουν σχέση με τον κλασικό Καραγκιόζη  δήλωσε πως δέχεται να ηχογραφήσει την τελευταία σκηνή στην οποία παίζουν ο Σταύρακας-ηθοποιός με το Κολλητήρι-φιγούρα. Θα έκανε όμως και τις δύο φωνές. Διάβασε επτά περίπου σκηνές και δέχτηκε να ηχογραφήσει τη δέκατη, της οποίας ήξερε το θέμα, όχι όμως και τα λόγια. Έστω κι έτσι ήταν μια μεγάλη βοήθεια. Έλα όμως που εμείς θέλαμε σ’ αυτήν συγκεκριμένα την σκηνή να παίξει ηθοποιός τον Σταύρακα και δεν δεχόμασταν ούτε να συζητήσουμε την περίπτωση του play back. Αυτό που μας έμεινε είναι πως του άρεσε το κείμενο και πως δεν προδίδουμε την παράδοση του θεάτρου σκιών με τα λόγια που βάλαμε στο στόμα του σιορ- Διονύσιου και του Μπαρμπαγιώργου. Αν κάτι από αυτά που διάβασε τον ενοχλούσε πολύ θα μας το έλεγε ή θα το καταλαβαίναμε. Φεύγουμε και είμαστε σίγουροι πως θα βγει η παράσταση.

Πρέπει να βρεθεί η φωνή. Ποιος θα δεχτεί να παίξει επτά ρόλους, σε όλο σχεδόν το έργο και να μην εμφανιστεί ούτε στιγμή στη σκηνή; Απάντηση δεν μπορούσε εύκολα να δοθεί. Άρχισε λοιπόν η αναζήτηση. Ένα από τα ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι ήταν κι αυτό του Άρη Μερενίδη.
Δεν τον ήξερα. Τον γνώριζε η Σταυρούλα. Πλησίαζε η μέρα που θα διαβάζαμε στους ηθοποιούς το έργο. Αδιέξοδο.

Συζήτηση με τον Μάκη Μαριάδη στο υπόγειο του θεάτρου της Σταυρούπολης και τον ενημερώνω για όλα όσα έγιναν και όσα σκέφτομαι να κάνω. Αλλάζουμε κουβέντα και του ζητάω να μου συστήσει έναν γυψοσανιδά, γιατί καλό το θέατρο και η τρέλα μας αλλά και τα σπίτια μας έχουν ανάγκες που δεν μπορούν να περιμένουν.
-Ξέρεις κανέναν;
-Ξέρω.
-Ποιον;
-Τον Άρη τον Μερενίδη.
-Αυτόν που σκεφτόμαστε για τους ρόλους;
-Ναι.

Πέμπτη βράδυ στο σπίτι μου, τέλη Ιουνίου, ο Σταύρος Τσαλαμπούνης και ο Τάκης ο Μάλλης καλεσμένοι για την ανάγνωση του έργου και ο Άρης ο Μερενίδης για άλλη δουλειά. Ο γνωστός Τάκης Μάλλης δεν έχασε ευκαιρία όμως και ο Άρης κατάλαβε πως δεν θα συζητήσουμε και πολύ για γυψοσανίδες και μερεμέτια. Άλλο νταλγκά είχαμε. Βοήθησαν οι μνήμες από τις κοινές εκδηλώσεις που είχαν κάνει τα παιδιά στο παρελθόν μαζί, βοήθησε το τσίπουρο και οι μαγικοί μεζέδες που ετοίμασε η Σταυρούλα, πρέπει να βοήθησε και το κείμενο γιατί τους έπιανα να χαμογελάνε, ακόμα και να γελάνε σε κάποιες ατάκες του έργου, η ομάδα έπαιρνε να σχηματίζεται, αλλά υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα δικό μου και ένα του Άρη. Το δικό μου ήταν πως δεν μου ήταν πολύ εύκολο να ζητήσω να παίξει κάποιος χωρίς να φαίνεται. Ηθοποιός σημαίνει φως και χειροκρότημα. Πώς να το κάνουμε; Το πρόβλημα του Άρη:
-Ρε παιδιά να βοηθήσω κι εγώ. Ό,τι μου πείτε θα κάνω, μ’ αρέσει αυτό που γίνεται, αλλά έχω ένα ελάττωμα. Δεν θέλω να βγω στη σκηνή, στον κόσμο. Δεν μπορώ.
Πώς το είχε γράψει ο Κοέλιο; Όταν κάτι το θέλεις πάρα πολύ, το σύμπαν όλο συνωμοτεί για να το πετύχεις. Τι άλλο θέλαμε;
Ο τεχνικός πείστηκε πως μπορεί να φωτίσει ταυτόχρονα πίσω και μπροστά από το πανί. Ο καραγκιοζοπαίχτης δεν είπε πως αυτό που διάβασε δεν έχει καμία σχέση με Καραγκιόζη. Οι δύο ηθοποιοί δεν έδειξαν να διστάζουν ούτε στιγμή (άλλο τι έλεγαν από μέσα τους). Και ο άνθρωπος «εφτά φωνές και καθόλου πρόσωπο» είχε βρεθεί. Το ότι έμενε λίγος χρόνος, το ότι φεύγαμε όλοι για προγραμματισμένες καλοκαιρινές διακοπές, το ότι δεν υπήρχε χώρος για πρόβες, το ότι… Όλα αυτά αποδείχτηκαν λεπτομέρειες. Στη  Δράμα πήγαμε πανέτοιμοι αλλά με άλλον τίτλο. Το «ο Καραγκιόζης μάστορας» έγινε «ο Σταύρακας ηγάπησεν».

Η παράσταση έγινε στο κατάμεστο θεατράκι της Αγίας Βαρβάρας με πολλές περιπέτειες. Έγινε όμως και πήγε καλά. Το κυριότερο όμως είναι πως εκείνη η παράσταση μας έδειξε πως αυτό που σκεφτήκαμε μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Είχε γίνει αυτό που ήθελα, δεν είχε γίνει όμως αυτό που ήθελαν τα παιδιά.
-Ρε Σπύρο, παιδευτήκαμε όλο το καλοκαίρι, παίξαμε στη Δράμα, μας είδαν διακόσια άτομα, αλλά δεν παίξαμε στους δικούς μας ανθρώπους. Η παράσταση πρέπει να παιχτεί οπωσδήποτε στον Εύοσμο. Να μας δουν οι φίλοι μας.

Και ξεκινάει ο νέος κύκλος του έργου. Πρώτα πρέπει να μεγαλώσει για να γίνει ένα κανονικό έργο. Και μετά να λυθούν προβλήματα παραγωγής. Μπορούσε όμως να μεγαλώσει το έργο; Και με τι κουράγιο; Η Δράμα με φιλοδώρησε με μία καταπληκτική ρήξη συνδέσμου και στην παράσταση κουνούσα τις φιγούρες με το δεξί χέρι κολλημένο στο πλευρό μου, αφού ο ώμος είχε αποκολληθεί από την κλείδα και κρεμόταν ανεξέλεγκτος ανάμεσα στα κρέατα. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, κατέλυσα στο νοσοκομείο και χειρουργήθηκα. Εκεί στο κρεβάτι του νοσοκομείου προσέθεσα κάποιες ατάκες στις ήδη υπάρχουσες σκηνές, αλλά δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Δεν μας έσωζαν λίγα λεπτά επί πλέον. Θέλαμε να αυξηθεί τουλάχιστον κατά μια ώρα το έργο. Στις 4 Αυγούστου, στη γενική πρόβα έγινε το ατύχημα. Στις 5 Αυγούστου έγινε η παράσταση και την Τετάρτη 8 Αυγούστου χειρουργήθηκα. Μέχρι την Παρασκευή 17 Αυγούστου ο «Σταύρακας» είχε αποκτήσει άλλες πέντε σκηνές. Ήταν ένα έργο γύρω στην ώρα. Ήθελε κι άλλο.

Ή μάλλον ήθελε κάτι άλλο.

Η ζωή βέβαια τραβάει την ανηφόρα. Ο Σεπτέμβρης πλησίαζε και έπρεπε να αποφασίσω τι θα γίνει με τα μαθήματα μουσικής των παιδιών μου. Ήθελα ν’ αλλάξουν ωδείο και κάλεσα το Σάββατο 18 Αυγούστου τον Μπάμπη Κουρκούδιαλο στο σπίτι μου, στη Σταυρούπολη, για να συζητήσουμε για τα παιδιά. Ο Μπάμπης ήρθε και συζητήσαμε. Ήξερα ότι ξαναέγραψε μουσική για θέατρο, αλλά δεν τολμούσα να του ζητήσω κάτι τέτοιο. Εξάλλου για άλλη δουλειά τον είχα φωνάξει. Εν τω μεταξύ, στο στενό τραπεζάκι του μπαλκονιού, είχαν βγει και πάλι οι μεζέδες με τη μαγική δύναμη και το τσίπουρο της Αγχιάλου με τρία μέρη σκέτο και ένα γλυκάνισο, οπότε τι παραπάνω θέλει ο άνθρωπος για να πάρει θάρρος; Η μισή ντροπή δική μου που θα το προτείνω, σκέφτηκα, και η μισή δική του που θα αρνηθεί.
-Μπάμπη, καλά, με το ωδείο τα βρήκαμε, να σου πω και κάτι ακόμα που θέλω;
-Λέγε, Σπύρο, τι θέλεις;
-Ξέρεις, έγραψα ένα έργο και το ανεβάσαμε στη Δράμα. Το σκηνοθέτησε η Σταυρούλα και παίζουνε ο Τάκης ο Μάλλης, ο Σταύρος ο Τσαλαμπούνης και ο Άρης ο Μερενίδης. Εκεί είχαμε ανάμεσα στις σκηνές κάποια μουσικά θέματα που τα διάλεξα εγώ. Το έργο θα το ανεβάσουμε και στον Εύοσμο και θέλουμε κάτι πρωτότυπο στη μουσική. Μπορείς;
-Δώσε μου εμένα κιθάρα και στον Τάκη πάλκο κι άσε μας να βγάζουμε πρόγραμμα όλη νύχτα.
-Δηλαδή δέχεσαι;
-Δέχομαι.

Ο Μπάμπης έφυγε με το χειρόγραφο του έργου ανά χείρας. Είχα τυπώσει αρκετά αντίτυπα στον υπολογιστή και τα είχα δέσει με σπιράλ. Ήδη είχαν από ένα με το όνομά τους πάνω οι ηθοποιοί, η σκηνοθέτιδα και ο τεχνικός. Τώρα μπήκε και το όνομα του μουσικού. Το επόμενο πρωί στο τηλέφωνο ο Μπάμπης  ρωτάει για στίχους.
-Ποιους στίχους ρε αγόρι μου. Μουσικά περάσματα θα κάνεις ανάμεσα στις σκηνές.
-Ρε Σπύρο, έχεις ανάμεσα στα λόγια ένα σωρό στιχάκια. Να τα κάνω τραγούδια;
-Όχι ρε Μπάμπη. Μιούζικαλ θα το κάνουμε;
-Καλά, εσύ ξέρεις. Μια γνώμη είπα.

Το σκέφτηκα πολύ το θέμα. Στον κλασικό Καραγκιόζη οι ήρωες βγαίνουν στη σκηνή τραγουδώντας. Εμείς έχουμε τον Σταύρακα να βγαίνει μ’ ένα τραγούδι (στη Δράμα είχαμε το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία»), θα μπορούσαμε να έχουμε κι από ένα τραγούδι στις φιγούρες. Ήταν να μην παρθεί η απόφαση.
Το σύμπαν συνωμότησε πάλι και σε λίγες ημέρες παρέδιδα στον Μπάμπη οχτώ τραγούδια. Τη Δευτέρα 27 Αυγούστου είμαστε όλοι καλεσμένοι στη σχολή του και μας παρουσιάζει περισσότερα από τα μισά τραγούδια. Επιμένω, παρά τις επιφυλάξεις που ακούστηκαν, πως το κάθε τραγούδι θα τραγουδηθεί από τον αντίστοιχο χαρακτήρα και αποκλείω το ενδεχόμενο της αναζήτησης «καλής» φωνής. Σχεδόν όλους τους χαρακτήρες τους κάνει ο Άρης, άρα τραγουδάει ο Άρης. Έχει και ο Σταύρος το τραγούδι της αρχής, έμενε χωρίς τραγούδι ο Καραγκιόζης. Έτσι μου είχε βγει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο δε Μπάμπης έγραψε τα πάντα: καντάδα, ροκάκι, μπλουζ, τσάμικο, αμανέ.

Την επομένη τηλέφωνο από τον Τάκη:
-Ρε Σπύρο. Όλα τα είδη μουσικής τα βάλαμε, μόνο λαϊκά δεν βάλαμε. Όλοι στο έργο τραγουδάνε, μόνο ο Καραγκιόζης δεν τραγουδάει. Μήπως πρέπει να το δεις λίγο;
-Σαν πόσα να πει ο Καραγκιόζης ρε Τάκη;
-Ίσα με δύο τραγουδάκια.
-Ένα τσιφτετέλι κι ένα ζεμπέκικο, καλά είναι;
-Καλά είναι.

Ήταν τα κομμάτια του παζλ που πράγματι έλλειπαν. Για άλλο πράγμα με πήρε στο τηλέφωνο ο Τάκης. Το έργο πια έπαιρνε διαστάσεις γιορτής για όλους όσους συμμετείχαμε στη δημιουργία του. Και ο Τάκης ήταν πάντα η ψυχή στις γιορτές της παρέας και του συλλόγου, παλιότερα. Μπορούσε να μην τραγουδήσει ο Τάκης σε γιορτή; Δεν μπορούσε. Εγώ πάλι έβλεπα πως το σήκωνε κι ο Καραγκιόζης το τραγούδι του, για να φανούν καλύτερα κάποια πράγματα που μπορεί να χάνονταν ανάμεσα στις ατάκες. Το επόμενο πρωί είναι η σειρά μου να τηλεφωνήσω.
-Τάκη, άκου!
Νιώθω από το τηλέφωνο πως του άρεσαν και του τα στέλνω με φαξ. Σε χρόνο ρεκόρ ο Μπάμπης φτιάχνει δυο διαμάντια, αφού βέβαια προηγήθηκε η απαραίτητη κουβεντούλα για να δοθεί το χρώμα που θέλαμε στην παράσταση. Δεν μας αρκούσαν όμορφα τραγούδια. Θέλαμε συγκεκριμένα τραγούδια. Ο Μπάμπης κατάφερε και μας έδωσε αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια, τα οποία βέβαια, εκ των προτέρων δεν μπορούσαμε επακριβώς να τα περιγράψουμε.

Ο πήχυς είχε ήδη ανέβει πάρα πολύ. Δεν θέλαμε με τίποτε στον κόσμο, να παίξουμε, να αρέσουμε και να μην μείνει κάτι από την παράσταση. Έπρεπε λοιπόν, το κείμενο και τα τραγούδια του έργου να τυπωθούν και να μοιραστούν στους θεατές. Ο μόνος φορέας που μπορούσε να το κάνει αυτό και τον θέλαμε κι εμείς όλοι ήταν ο Δήμος Ευόσμου. Πράγματι το δημοτικό συμβούλιο ανταποκρίθηκε θετικά και με συγκινητική για μας ταχύτητα και ευελιξία, οπότε όλα προμήνυαν μια επαγγελματική παραγωγή.

Όλα;

-Σπύρο, έχουμε μουσική, θα τυπώσουμε πρόγραμμα με το κείμενο, θα κυκλοφορήσει το cd με τα τραγούδια και θα παίξουμε με τα ζωγραφισμένα κόντρα-πλακέ της Δράμας;
Είχε βέβαια δίκιο ο Τάκης. Είχα και συνεχίζω να έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ικανότητες και στην έμπνευση της Ευαγγελίας Κιρκινέ, δεν ήξερα όμως αν θα της επέτρεπαν οι δουλειές της να βρει χρόνο και για μας. Ένα ακόμη χειρόγραφο απέκτησε όνομα στο εξώφυλλό του. Η Λίτσα βρήκε τρόπο να μας δείξει κάποια σχέδια και εμείς, με τον παλιό καλό τρόπο της ομαδικής δουλειάς στήσαμε ένα σκηνικό μεγάλο και επιβλητικό.

Η παράδοση που ήδη δημιουργήθηκε δεν μπορούσε να χαλάσει. Γιορτάζαμε στη Βάρδια αυτό που κάναμε. Είχα πάνω από μια δεκαετία να ξαναβρεθώ σε τέτοιο μαγαζί. Περάσαμε πολύ καλά. Ψάχναμε όμως κι ένα φινάλε για το έργο. Δεν έχει σημασία πως για άλλη δουλειά πήγαμε στη Βάρδια. Εκεί, στο μισοσκόταδο, γεννήθηκε το τελευταίο τραγούδι της παράστασης, το οποίο με την σειρά του, την επόμενη ημέρα απαίτησε μια ολόκληρη σκηνή για να το στηρίξει. Έγινε και αυτό και επί τέλους το έργο τελείωσε. Όλα πήγαιναν ρολόϊ μέχρι τέλους. Ο Δήμος δεν είχε καμία αντίρρηση στην πρότασή μας να μπει εισιτήριο και τα έσοδα να δοθούν στο συσσίτιο που οργανώνει η εκκλησία. Έμενε ένας ακόμη συνεργάτης. Κάποιος που να μπορούσε να επιμεληθεί τα έντυπα, τα εξώφυλλα και την αφίσα. Ποιος άλλος; Ο Βασίλης Πρατσινάκης έθεσε την «Απεικόνισή» του στη διάθεσή μας χωρίς δεύτερη κουβέντα, ταυτίστηκε με την ομάδα και έδωσε την ποιότητα που θέλαμε και στα έντυπα, έδωσε όμως και κάτι ακόμα. Μορφή σ’ αυτό που πράγματι είμαστε. Αποτύπωσε στην αφίσα μιαν εποχή.

Χωρίς να το διατυμπανίζαμε, όλοι νιώθαμε το ίδιο πράγμα:
Ξαναβρισκόμαστε.

Οι πρωταγωνιστές στους συλλόγους και στις εκδηλώσεις της μεταπολίτευσης, οι έφηβοι του ’70 και του ’80, ώριμοι σαραντάρηδες πια, βάλαμε ξανά το χέρι στη φωτιά. Κι όπως λέει κι ο ποιητής, αυτή «αντί να μας κάψει μας ζέστανε». Όπως ζέστανε και τους εφτακόσιους ανθρώπους που χάρηκαν με τη χαρά μας το διήμερο 24 και 25 Νοεμβρίου 2001, στο Δημοτικό Θέατρο του Πολιτιστικού Κέντρου Ευόσμου.
Η παράσταση «ο Σταύρακας ηγάπησεν», άλλο πράγμα τελικά ήτανε κι όχι μόνο μια παράσταση.

Πανσπουδαστικός Σύλλογος Σταυρούπολης,
Εκπολιτιστικός Σύλλογος Ευόσμου,
Πνευματικό Κέντρο Σταυρούπολης,
Μουσικό Πολιτιστικό Εργαστήρι Ευόσμου.

Εις μνήμην.

Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 2001.