Το βιβλίο, Η μοναξιά του Ζέιτενλικ είναι μία ιστορική καταγραφή μέχρι το 1920 των όσων συμβαίνουν στη δυτική ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφεται το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας κατά μήκος του οδικού άξονα που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με το Βορρά και την Ανατολή, τη σημερινή οδό Λαγκαδά. Η μοναξιά του Ζέιτενλικ ενώνει σε ένα βιβλίο τα εξαντλημένα πλέον Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι (εκδόσεις Ζήτρος, 1997, σελ. 224) και Δι’ εγκαταστάσεως 1914 (έκδοση Δήμου Σταυρούπολης, α΄ έκδ. 2001, και β΄ έκδ. 2005, σελ. 108).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο καλύπτει χρονικά την περίοδο μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε εμφανίζονται (βιβλιογραφικά τουλάχιστον) τα πρώτα τσιφλίκια. Τα τσιφλίκια διαδέχονται, μετά από 2100 χρόνια περίπου, τα ελληνιστικά πολίσματα που «καθείλε» ο Κάσσανδρος για να ιδρύσει τη Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με το τέλος της τουρκοκρατίας, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Τότε είναι που στην περιοχή ιδρύονται οργανωμένα νεκροταφεία (καθολικό και ορθόδοξο), αγοράζεται γη και κτίζονται επιβλητικά κτίρια από τους Λαζαριστές, στη δίνη της ελληνο-βουλγαρικής διένεξης. Το τρίτο κεφάλαιο καλύπτει τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και δικαιολογεί την επιλογή του τίτλου Η μοναξιά του Ζέιτενλικ. Η προϊστορία των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης ταυτίζεται με τη μοναξιά της μεγάλης περιοχής που λεγόταν Ζέιτενλικ. Η μοναξιά αυτή διαταράσσεται στην αυγή του εικοστού αιώνα. Η πόλη απελευθερώνεται από τους Τούρκους, καταφθάνουν στην περιοχή οι πρόσφυγες του 1914, αμέσως μετά έρχονται το 1915 τα συμμαχικά στρατεύματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η πυρκαγιά του 1917 και οι πυροπαθείς. Η δυτική ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης, ξαφνικά γεμίζει κόσμο. Στήνονται οικισμοί οι οποίοι παρά τον προσωρινό χαρακτήρα τους δεν θα ερημώσουν ποτέ. Το 1922 είναι κοντά και παγιώνει μία κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται από το 1914. Στο βιβλίο τεκμηριώνεται το στήσιμο του πρώτου προσφυγικού οικισμού δυτικά της Θεσσαλονίκης· του οικισμού Λεμπέτ που μετεξελίχτηκε στη σημερινή Σταυρούπολη. Ο τίτλος Η μοναξιά του Ζέιτενλικ είναι απόδοση μιας φράσης του L. Abastado που αναφέρεται στα τελευταία χρόνια ενός εκ των ηγούμενων των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, του I. B. Bonnieu.
Σημαντική θέση στο βιβλίο έχουν οι εικόνες. Παρουσιάζονται περισσότερες από 350 φωτογραφίες, παλιές και σύγχρονες. Από αυτές οι περισσότερες παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά μετά την πρώτη δημοσίευση τους σε ξένα περιοδικά της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα εξαντλημένα βιβλία Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι και Δι’ εγκαταστάσεως 1914. Υπάρχουν και κάποιες άλλες που προέρχονται από προσωπικά φωτογραφικά άλμπουμ στρατιωτικών και ανήκουν στο αρχείο του Γιάννη Μέγα και στο ΚΙΘ. Στη νέα έκδοση προστίθενται νέες φωτογραφίες, αεροφωτογραφίες και χάρτες (από τη συλλογή του Σάββα Δεμερτζή) με περισσότερες πληροφορίες, κυρίως για τους πρόσφυγες του 1914.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται ένα ντοκουμέντο – χάρτης της γης των Λαζαριστών που περιέχει όλες τις αγοραπωλησίες που διαμόρφωσαν την τελική τους περιουσία των 500 στρεμμάτων στη σημερινή Σταυρούπολη. Το βιβλίο συμπληρώνουν η βιβλιογραφία, όπου παρουσιάζονται μόνο τα βιβλία και τα περιοδικά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και το γενικό ευρετήριο.
Στα δεκατέσσερα χρόνια κυκλοφορίας του, το Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι απετέλεσε το βασικό βιβλίο αναφοράς για όσους ασχολήθηκαν με την ιστορία της, εκτός των τειχών, δυτικής Θεσσαλονίκης. Είναι το πρώτο βιβλίο που ασχολήθηκε με αυτήν την περιοχή και αποτέλεσε το βασικό βιβλιογραφικό εργαλείο για τους ερευνητές.
Το δρόμο που άνοιξε το Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι ακολούθησαν κι άλλα βιβλία που εξέδωσαν δήμοι των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Κανένα άλλο βιβλίο όμως δεν έχει σκοπό τη συνολική θεώρηση του χώρου της, εκτός των τειχών, δυτικής Θεσσαλονίκης.
Πιο ειδικά, η νέα έκδοση, Η μοναξιά του Ζέιτενλικ:
1) Παρακολουθεί το σύνολο της έκτασης που καταλαμβάνουν οι σημερινές Δυτικές Συνοικίες της Θεσσαλονίκης από την προϊστορική εποχή μέχρι το 1920. Αποτυπώνεται έτσι η μακραίωνη κυοφορία τους. Χιλιάδες χρόνια πέρασαν πάνω από αυτή τη γη και το βιβλίο καταγράφει τα ίχνη που άφησαν πάνω της.
2) Εξαντλεί όλα τα βιβλιογραφικά δεδομένα και πολλά αρχειακά τεκμήρια και αναδεικνύει ένα ιστορικό υπόβαθρο που έμενε στην αφάνεια μέχρι το 1997.
3) Αναβαθμίζεται η παρουσία των εικόνων με δύο τρόπους. Περνάνε πλέον μέσα στο κείμενο και αποτελούν ισχυρά τεκμήρια υποστήριξης των θέσεων που αναπτύσσει ο συγγραφέας. Αν και οι περισσότερες είναι πολύ όμορφες εικόνες το ενδιαφέρον τους δεν περιορίζεται στην αισθητική τους αξία, ούτε στην σπανιότητά τους αλλά στον χειρισμό τους ως οπτικά τεκμήρια της Ιστορίας των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζονται για πρώτη φορά πολλές αεροφωτογραφίες οι οποίες κάνουν πιο απτό το λόγο. Καταλαβαίνει ο αναγνώστης εύκολα τον χώρο στον οποίο εξελίσσεται η ιστορία. Γίνεται όμως σημαντική και η αίσθηση του παρελθόντος όταν αυτό και οπτικά πρέπει να ανασυρθεί στην μνήμη. Οι επιβλητικοί δρόμοι κρύβουν από κάτω τους ρέματα, τα νεκροταφεία δεσπόζουν στους ίδιους περίπου χώρους εδώ και αιώνες, οι οικισμοί φλερτάρουν με τους οδικούς άξονες. Την ίδια λογική έχει και η παρουσία στο βιβλίο πολλών χαρτών.
4) Αναζητείται το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας και είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως κινούμενοι μέσα σ’ αυτήν την περιοχή, όσο περνούνε οι αιώνες, ολοένα και πιο φανερά γίνονται τα αίτια που διαμόρφωσαν τις Δυτικές Συνοικίες σ’ αυτό που είναι σήμερα. Μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου αντιλαμβάνεται κανείς πως το νήμα που κεντήθηκε πάνω στον καμβά της Δυτικής Θεσσαλονίκης έκανε σχέδια με την ίδια τεχνική και το ίδιο ύφος.
5) Το βιβλίο σταματάει χρονικά στο 1921. Έχουν έρθει οι πρόσφυγες από το 1914 έως το 1921, έχουν εκπονηθεί μελέτες οικιστικής ανάπτυξης και εξ αιτίας των προσφύγων και εξ αιτίας της Πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης του 1917, έχουν αναπτυχθεί υποδομές από τους ξένους στρατιώτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από ασκήσεις επί χάρτου και επί εδάφους για την προσμονή του μεγάλου γεγονότος: την προσφυγική κοσμοπλημμύρα που έφερε η Μικρασιατική Καταστροφή.
6) Με την ύπαρξη αυτού του βιβλίου, ως προϋπόθεση, μπορεί να στήσει την τοπική του ιστορία η κάθε μικρή γεωγραφική ενότητα, δυτικά του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Έχει εξασφαλιστεί η συνειδητοποίηση του κοινού παρελθόντος και μπορεί να σχεδιαστεί το κοινό μέλλον.
7) Με την ενσωμάτωση στην ύλη του νέου βιβλίου και του υλικού του λευκώματος Δι’ εγκαταστάσεως 1914, ουσιαστικά καταγράφεται η ληξιαρχική πράξη γέννησης των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης με την ίδρυση του πρώτου προσφυγικού οικισμού στην περιοχή αυτή του οικισμού του Λεμπέτ στη σημερινή Σταυρούπολη.
8) Ειδικότερα για το Δήμο Παύλου Μελά η Ιστορία έπλεξε ένα απίθανο γαϊτανάκι και αυτό το βιβλίο είναι το χρονικό αυτού του πλεξίματος. Προϊστορικοί οικισμοί και νεοελληνιστικοί τάφοι στη Σταυρούπολη, ρωμαϊκά ίχνη κατά μήκος της οδού Λαγκαδά, βυζαντινά έργα σε Πολίχνη, Σταυρούπολη, τσιφλίκια της Τουρκοκρατίας σε Λεμπέτ (Ευκαρπία), Καράισίν (Πολίχνη), Χαρμάνκιοϊ (Εύοσμος), στρατόπεδο του Ζέιτενλικ σε όλη αυτήν την έκταση (Ευκαρπία, Πολίχνη, Σταυρούπολη, Μενεμένη, Αμπελόκηποι, Εύοσμος), πρόσφυγες του 1914-1919 σε Σταυρούπολη, Πολίχνη και συμβίωσή τους με γηγενείς στην Ευκαρπία, στην Πολίχνη, στον Εύοσμο στήνουν ένα μωσαϊκό που αναδίδει την αίσθηση της κοινής πορείας. Τη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης. Αυτής του πολίτη των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης.