Ένας ψίθυρος κάνει το γύρο της συνοικίας. Ένα έγκλημα, τρομερό. Όχι τόσο για το πώς έγινε, όσο για το σε ποιον έγινε. Ο θάνατος αυτός δεν ήταν από τους συνηθισμένους. Ούτε αρρώστια, ούτε τροχαίο, ούτε και έγκλημα απ’ αυτά που ξέρει ο κόσμος και τα καταλαβαίνει. Θάνατος σκέτος, γυμνός και αποτρόπαιος. Από αυτούς που σε τρομάζουν επειδή, από την πρώτη στιγμή, ξέρεις πως είναι αλήθεια. Συνειδητοποιείς την απώλεια από το πρώτο δευτερόλεπτο. Και για την Μαρία, θαρρείς και το περίμεναν.
Σ’ αυτόν τον ψίθυρο, άλλοι αποδέχονται τον ένοχο που υποδεικνύει η αστυνομία και άλλοι αμφισβητούν έντονα την ενοχή του. Ο ένοχος φαίνεται να είναι ο Άρης, ένα άτομο που βλέπει τα ίδια φαντάσματα κι έχει τα ίδια γητέματα με τη Μαρία.
Αυτοί εξάλλου φαίνεται να είναι οι μόνοι που ασχολούνται με κάποιον που πέρασε από το δρόμο και που χάθηκε χωρίς να λείψει σε κανέναν. Η Μαρία νιώθει πως έχει χρέος να μάθει γι’ αυτόν και ο Άρης ακούει το τραγούδι του. Το τραγούδι του Χαμένου, του στοιχειού.
Στο έργο το στοιχειό μιλάει. Πεθαμένος φυσικά. Μόνο έτσι θα μπορούσε να μιλήσει. Σαν στοιχειό. Όσο ζούσε ήταν φοβισμένος και δειλός. Μα η ασήμαντη ζωή του μπλέχτηκε σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής που έζησε, η δε γη στην οποία μεγάλωσε και πέθανε μεταμορφώθηκε στη σύγχρονη εποχή σε ιδιαίτερης αξίας φιλέτο του real estate.
Κοντά τους και άλλα πρόσωπα· άλλα συμφιλιωμένα με το παρελθόν τους και άλλα που το ξορκίζουν λες και μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτό.
Και τραγούδια· και χαρμολύπη. Ο δρόμος.